Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμφιλόχιος < Ἀμφίλοχος. Αναλύεται ἀμφι- + λόχ(ος) + -ιος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀμφιλόχιος αρσενικό