Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμαρυλλίς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀμαρυλλίς θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
    ※  Έπιγράφεται το μέν εἰδύλλιον τοῦτο Αἰπόλος ἀπό τοῦ έρῶντος, ἢ Ἀμαρυλλίς ἀπό τῆς κόρης τῆς ἑρωμένης, ἢ Κωμαστής, ἀπ' αὐτοῦ τοῦ πράγματος (Theocritus, J. G. Parker, Theocritus: Codicum manuscriptorum ope recensuit et emendavit Christophorus Wordsworth, 1844 [1])

  Αναφορές

επεξεργασία