Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀβαεῖτες < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀβαεῖτες αρσενικό πληθυντικός