Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄρατε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ἄρατε
β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου του ρήματος
αἴρω
→
δείτε
τη λέξη
αἴρω