Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἄρατε
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου του ρήματος αἴρω
→ δείτε τη λέξη  αἴρω