Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁμέρα θηλυκό ( & αττικός τύποςἡμέρα & επικός και ιωνικός τύποςἡμέρη & λοκρικός ἀμάρα )

→ δείτε τη λέξη ἡμέρα