Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγιότης < ελληνιστική ἅγιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁγιότης θηλυκό

  • η ιδιότητα του ἁγίου.

Συνώνυμα επεξεργασία