ἀχρειόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀχρειόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἀχρειόω - ἀχρειῶ (συνηρημένο)
- αχρηστεύω κάτι, καταστρέφω κάτι
Πηγές επεξεργασία
- ἀχρειόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.