Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφυλακτέω < λείπει η ετυμολογία

ἀφυλακτέω - ἀφυλακτῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι αφύλακτος
  2. είμαι απρόσεκτος για κάτι