Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀτροποποιήτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀτροποποιήτως
<
καθαρεύουσα
ἀτροποποίητ(ος)
+
-ως
Επίρρημα
επεξεργασία
ἀτροποποιήτως
(
καθαρεύουσα
)
ατροποποίητα