ἀτακτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀτακτέω < ἄτακτος
Ρήμα
επεξεργασίαἀτακτέω - ἀτακτῶ (συνηρημένο)
- παραμελώ τα καθήκοντά μου, φέρομαι άτακτα, απείθαρχα, δεν εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου
- δεν ακολουθώ το σωστό δρόμο, παρεκκλίνω, ζω άτακτη ζωή