Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτακτέω < ἄτακτος


ἀτακτέω - ἀτακτῶ (συνηρημένο)

  1. παραμελώ τα καθήκοντά μου, φέρομαι άτακτα, απείθαρχα, δεν εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου
  2. δεν ακολουθώ το σωστό δρόμο, παρεκκλίνω, ζω άτακτη ζωή