Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄτακτος < ἄτακτος

ἄτακτος, -η, -ον

  1. (στρατιωτικός όρος) για στρατεύματα που δεν είναι παρατεταγμένα για μάχη
  2. άτακτος γενικά, απείθαρχος
  3. παράνομος ή πάντως παράτυπος

Συγγενικά

επεξεργασία