ἄτακτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄτακτος < ἄτακτος
Επίθετο επεξεργασία
ἄτακτος
- (στρατιωτικός όρος) για στρατεύματα που δεν είναι παρατεταγμένα για μάχη
- άτακτος γενικά, απείθαρχος
- παράνομος ή πάντως παράτυπος
ἄτακτος