→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσύφταγος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀσύφταγος, -η, -ο (καθαρεύουσα)

  1. απρόφταστος, που δεν τον προφταίνει κάποιος[1]
  2. αχόρταγος[1]
  3. ιδιαίτερα ανυπόμονος[1]
  4. ανεπιθύμητος, που δε θέλουμε να φτάσει[2]
  5. ανάξιος, που δεν κάνει προκοπή[2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης,, τόμος 2, 1949, σελ. 1110
  2. 2,0 2,1 Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.