ἀσύφταγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀσύφταγος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀσύφταγος, -η, -ο (καθαρεύουσα)
- απρόφταστος, που δεν τον προφταίνει κάποιος[1]
- αχόρταγος[1]
- ιδιαίτερα ανυπόμονος[1]
- ανεπιθύμητος, που δε θέλουμε να φτάσει[2]
- ανάξιος, που δεν κάνει προκοπή[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία ἀσύφταγος
|