ἀσκανδαλίστως
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκανδαλίστως
Επίρρημα επεξεργασία
ἀσκανδαλίστως
- χωρίς ταραχές και προστριβές
- ασκανδάλιστα
Πηγές επεξεργασία
- ασκανδαλίστως - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
ἀσκανδαλίστως
- (όψιμη ελληνιστική κοινή) χωρίς προστριβές (Papyri graecae magicae, 7.248.)
Πηγές επεξεργασία
- ἀσκανδάλιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.