ἀρτιδάϊκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρτιδάϊος | τὸ ἀρτιδάϊον | οἱ, αἱ ἀρτιδάϊοι | τὰ ἀρτιδάϊα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀρτιδαΐκτου | τοῦ ἀρτιδαΐκτου | τῶν ἀρτιδαΐκτων | τῶν ἀρτιδαΐκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀρτιδαΐκτῳ | τῷ ἀρτιδαΐκτῳ | τοῖς, ταῖς ἀρτιδαΐκτοις | τοῖς ἀρτιδαΐκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρτιδάϊον | τὸ ἀρτιδάϊον | τοὺς, τὰς ἀρτιδαΐκτους | τὰ ἀρτιδάϊα |
Κλητική | ἀρτιδάϊε | ἀρτιδάϊον | ἀρτιδάϊοι | ἀρτιδάϊα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀρτιδαΐκτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀρτιδαΐκτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρτιδάϊκτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀρτιδάϊκτος, -ος, -ον
- μόλις σφαγιασμένος
Πηγές
επεξεργασία- ἀρτιδάϊκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.