Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρτηριοσκλήρωσις < → δείτε τις λέξεις αρτηριοσκλήρωση και αρτηριοσκλήρυνση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀρτηριοσκλήρωσις θηλυκό