Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπολογέομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπολογέομαι

  • υπερασπίζομαι τον εαυτό μου απέναντι σε κατηγορίες

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία