Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ἀποδίδοτε

  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποδίδωμι
→ δείτε τη λέξη  ἀποδίδωμι