Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποβατήρια < επίθετο ἀποβατήριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀποβατήρια ουδέτερο (μόνον στον πληθ.)

  • θυσίες προς αποβατήριο θεό για να προστατεύσει εκείνους που ετοιμάζονταν να κάνουν απόβαση

Συγγενικά επεξεργασία