Δείτε επίσης: απνευστί

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπνευστί < ἄπνευστος +

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀπνευστί