Δείτε επίσης: ανυποληψία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνυποληψία < ἀνυπόληπ(τος) + -σία > -ψία.[1] Δείτε το αρχαίο ὑποληπτός. Με ἀν- στερητικό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνυποληψία θηλυκό

  1. ανυποληψία, έλλειψη σεβασμού
  2. εξευτελισμός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία