ἀνοίξω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαἀνοίξω
- α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος ἀνοίγω
- α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνοίγω
- → δείτε τη λέξη ἀνοίγω
ἀνοίξω