Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναμόχλευσις < αρχαία ελληνική ἀναμoχλεύω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναμόχλευσις θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία