ἀμφοτέρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμφοτέρως < ἀμφότερ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀμφοτέρως
- με δύο τρόπους
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1364a)
- δῆλον οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἀμφοτέρως μεῖζον ἔστιν φαίνεσθαι·
- Είναι λοιπόν φανερό από αυτά που είπαμε ότι ένα πράγμα μπορεί με δύο τρόπους να φανεί ότι είναι μεγαλύτερο·
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- δῆλον οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἀμφοτέρως μεῖζον ἔστιν φαίνεσθαι·
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1364a)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀμφοτέρωθε
- ἀμφοτέρωθεν
- ἀμφοτέρωθι
- ἀμφοτέρωσε
- → και δείτε τις λέξεις ἄμφω και ἀμφότερος
Πηγές
επεξεργασία- ἀμφοτέρως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφοτέρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.