Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφοτέρως < ἀμφότερ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀμφοτέρως

  • με δύο τρόπους
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική, (1364a)
    δῆλον οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἀμφοτέρως μεῖζον ἔστιν φαίνεσθαι·
    Είναι λοιπόν φανερό από αυτά που είπαμε ότι ένα πράγμα μπορεί με δύο τρόπους να φανεί ότι είναι μεγαλύτερο·
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία