Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμοιρέω < ἄμοιρος

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμοιρέω και συνηρημένο ἀμοιρῶ

  1. δεν έχω μερίδιο, κληρονομιά, μερτικό
  2. μεταγενέστερη έννοια: δεν αναμιγνύομαι, είμαι αμέτοχος

Συγγενικά επεξεργασία