ἀμοιρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμοιρέω < ἄμοιρος
Ρήμα
επεξεργασίαἀμοιρέω και συνηρημένο ἀμοιρῶ
- δεν έχω μερίδιο, κληρονομιά, μερτικό
- μεταγενέστερη έννοια: δεν αναμιγνύομαι, είμαι αμέτοχος
ἀμοιρέω και συνηρημένο ἀμοιρῶ