Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀ- + μήτωρ/μήτηρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  • χωρίς μητέρα, αυτός που δεν έχει μητέρα, ορφανός από μητέρα
  • μια μητέρα, που δεν είναι μητέρα (Σοφοκλής: Ηλέκτρα 1154 στη φράση μήτηρ ἀμήτωρ)