Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀμήτωρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀ-
+
μήτωρ
/
μήτηρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χωρίς μητέρα, αυτός που δεν έχει μητέρα, ορφανός από μητέρα
μια μητέρα, που δεν είναι μητέρα (Σοφοκλής:
Ηλέκτρα 1154
στη φράση
μήτηρ ἀμήτωρ
)