ἀλληλοφθορέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀλληλοφθορέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἀλληλοφθορέω - ἀλληλοφθορῶ (συνηρημένο)
- διαφθείρω ο ένας τον άλλο
Πηγές επεξεργασία
- ἀλληλοφθορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.