Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκοίτης < ἀ- αθροιστικό + κοίτη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκοίτης αρσενικό, ἄκοιτις θηλυκό