ἀκαταληπτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκαταληπτέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀκαταληπτέω - ἀκαταληπτῶ (συνηρημένο)
- δεν καταλαβαίνω
Πηγές
επεξεργασία- ἀκαταληπτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.