Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιερευνήτως < ελληνιστική κοινή ἀδιερεύνητ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀδιερευνήτως θηλυκό

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)