Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδιασείστως < ελληνιστική κοινή ἀδιάσειστ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀδιασείστως

  Πηγές επεξεργασία