Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδήλως < ἄδηλ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀδήλως, συγκριτικός: ἀδηλότερον, υπερθετικός:  ἀδηλότατα

  Πηγές επεξεργασία