Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀγανοβλέφαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀγανοβλέφαρος
<
ἀγανός
+
βλέφαρο
+ -ος
Επίθετο
επεξεργασία
ἀγανοβλέφαρος, -ος, -ον
αυτός που έχει γλυκούς οφθαλμούς, γλυκό βλέμμα