Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγανοβλέφαρος < ἀγανός + βλέφαρο + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγανοβλέφαρος, -ος, -ον

  • αυτός που έχει γλυκούς οφθαλμούς, γλυκό βλέμμα