Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
ἀγανακτήσω
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος ἀγανακτέω και σε συναίρεση ἀγανακτῶ
→ δείτε τη λέξη  ἀγανακτέω