Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγή < ἄγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγή θηλυκό

  1. ρήξη, θραύσμα
  2. κατ' επέκταση η περιοχή στην οποία θραύονται τα κύματα, η βραχώδης ακτή