Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγέστρατος < ἄγω + στρατός

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀγέστρατος, -ος, -ον
  1. αυτός που άγει, οδηγεί τον στρατό
  2. αυτός που άγει συστρατευμένους σε κάτι