Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγένειος < στερητικό ἀ- + γένει(ον) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγένειος -ος, -ον

  1. χωρίς γένια· αγένειος
  2. (μεταφορικά) παιδαριώδης
  3. παιδί που ήταν κάτω από την ηλικία που επέτρεπε να λάβει μέρος σε αγώνες (ανάλογο με το «αμούστακο» παιδί, στη σημερινή γλώσσα)