Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβρώς < α- στερητικό και βιβρώσκω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβρώς, αρσενικό, θηλυκό, (γενική του ἀβρῶτος)
  1. αυτός που νηστεύει
  2. ο ακατάλληλος προς βρώση

Συγγενικά επεξεργασία

  1. ἄβρωτος