Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀατήρ < ἀάω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀατήρ
  • αυτός που πλήττει, ή βλάπτει με δύναμη