Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀάομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου ενεστώτα του του ρήματος ἀάω
→ δείτε τη λέξη  ἀάω