Ετυμολογία

επεξεργασία
ახალქალაქი < ახალი (axali, νέος) + ქალაქი (kalaki, πόλη). Κυριολεκτικά «νέα πόλη».[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑχɑlkʰɑlɑkʰɪ/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

ახალქალაქი (ka) (axalkalaki)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.