Αραβικά (ar)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

< لَا (, όχι, στερητικό πρόθημα) + مُبَالَاة (mubālāh, προσοχή, φροντίδα)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /laː.mu.baː.laːh/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

لامبالاة (لَامُبَالَاة) (ar) (lā-mubālāh) θηλυκό