Εβραϊκά (he) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

פּוץ (he)

  • γερμανοεβραϊκή λέξη פּוץ (putz) (ανεπίτρεπτα) το πέος (μη επιστημονική ορολογία, χυδαιολόγημα)