чешаљ
Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʃêʃaʎ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : че‐шаљ
Ουσιαστικό επεξεργασία
чешаљ (sh) (λατινική γραφή: češalj) αρσενικό
- η χτένα
Κλίση επεξεργασία
κλίση του чешаљ
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | чешаљ | чешљеви |
γενική | чешља | чешљева |
δοτική | чешљу | чешљевима |
αιτιατική | чешаљ | чешљеве |
κλητική | чешљу | чешљеви |
τοπική | чешљу | чешљевима |
οργανική | чешљем | чешљевима |