• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

фасоль

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ρωσικά (ru)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

фасоль (ru) θηλυκό

  • (όσπριο) φασόλι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=фасоль&oldid=4903938"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Δεκεμβρίου 2020, στις 18:29

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Malagasy
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • ไทย
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Δεκεμβρίου 2020, στις 18:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας