Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

турецкий горох < → δείτε τις λέξεις турецкий και горох, κυριολεκτικά: τουρκικός αρακάς

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

турецкий горох (ru)

  1. (φυτό) ρεβιθιά
  2. (όσπριο) ρεβίθι

Συνώνυμα επεξεργασία