Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

труп (bg) αρσενικό

  1. το πτώμα
  2. (για κομμένο δέντρο) ο κορμός



Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

труп (ru) αρσενικό

  1. το πτώμα