Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

красная фасоль < → δείτε τις λέξεις красная και фасоль

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

красная фасоль (ru) θηλυκό