Προφορά

επεξεργασία
 

знать (ru) (znat’)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο знать
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό знать зна́ться
συνοπτικό - -
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду знать бу́дем знать
β' πρόσ. бу́дешь знать бу́дете знать
γ' πρόσ. бу́дет знать бу́дут знать
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. зна́ю зна́ем
β' πρόσ. зна́ешь зна́ете
γ' πρόσ. зна́ет зна́ют
προστακτική знай зна́йте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής зна́ющий
μετοχή ενεστώτα παθητικής зна́емый
(зна́мый)
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα зна́я
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό знал зна́ли
θηλυκό зна́ла
ουδέτερο зна́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής зна́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής (зна́нный)
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα знав, зна́вши
παράγωγα ουσιαστικά зна́ние

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"