Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

возможность (ru) θηλυκό

  1. ευκαιρία, δυνατότητα (ευκαρία για εξέλιξη, πρόοδο ή κέρδος)
  2. πιθανότητα

Συνώνυμα επεξεργασία