Προφορά

επεξεργασία
 

брать (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο брать
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό брать бра́ться
συνοπτικό взять взя́ться
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду брать бу́дем брать
β' πρόσ. бу́дешь брать бу́дете брать
γ' πρόσ. бу́дет брать бу́дут брать
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. беру́ берём
β' πρόσ. берёшь берёте
γ' πρόσ. берёт беру́т
προστακτική бери́ бери́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής беру́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα беря́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό брал бра́ли
θηλυκό брала́
ουδέτερο бра́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής бра́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"


Παράγωγα

επεξεργασία